- εφεξής
- (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης)επίρρ.1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.)2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.)3. φρ. «εφεξής γωνίες» — οι γωνίες που έχουν την κορυφή και μια πλευρά κοινή και τις υπόλοιπες πλευρές εκατέρωθεν τής κοινής4. στο εξής, από δω και πέρα, κατόπιν, μετέπειτα, αμέσως μετά από κάτι («εὐθὺς ἐφεξῆς», Δημοσθ.)νεοελλ.φρ. «εφεξής αριθμοί» — οι αριθμοί που διαφέρουν μεταξύ τους κατά μία μονάδαμσν.(με άρθρο)1. ως επίθ. υπόλοιπος («χωρὶς ὀδύνης ζήσωμεν τὸν ἐφεξῆς μας χρόνον», Καλλίμ.)2. το μέλλον («εἰς τὸ ἐφεξῆς»)μσν.-αρχ.(με άρθρο) ο αμέσως προηγούμενος ή ο ακόλουθος, ο διπλανός (α. «ἡ ἐφεξῆς [οἰκία]», Μέν.β. «τὸ ἐφεξῆς» — το ακόλουθο, Πλάτ.)αρχ.1. (με άρθρο) κατά σειρά («ᾖα τὰς ἐφεξῆς [πολιτείας] ἐρῶν», Πλάτ.2. πολύ κοντά, αμέσως μετά από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξῆς].
Dictionary of Greek. 2013.